ἐξαγγελτικά

ἐξαγγελτικά
ἐξαγγελτικός
conveying information
neut nom/voc/acc pl
ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός
conveying information
fem nom/voc/acc dual
ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός
conveying information
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαγγελτικάς — ἐξαγγελτικά̱ς , ἐξαγγελτικός conveying information fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγγελτικός — ή, ό (Α ἐξαγγελτικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος νεοελλ. μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα αρχ. 1. αυτός που φέρνει αγγελία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”